#Class Struggle Matters – Για τη λαϊκή εξέγερση στις ΗΠΑ

GettyImages-1216621128Η εξελισσόμενη εξέγερση στις ΗΠΑ που ξέσπασε με αφορμή τη δολοφονία ενός ακόμη Αφροαμερικανού, του Τζορτζ Φλόιντ, έχει ήδη λάβει ιστορικές διαστάσεις τόσο λόγω της έκτασης και της μαζικότητάς της όσο και λόγω του ότι συμμετέχουν σ’ αυτή και λαϊκές μάζες εκτός αφροαμερικανικής κοινότητας (λευκοί, Λατινοαμερικανοί μετανάστες κ.ά.).

Και ενώ η μεγαλειώδης και ελπιδοφόρα εξέγερση εξελίσσεται έχοντας στην προμετωπίδα της την υπεράσπιση της ζωής των Αφροαμερικανών, την εναντίωση στο ρατσισμό και τη δολοφονική αστυνομική καταστολή στους δρόμους των ΗΠΑ ενάντια σε μαύρους και άλλες μειονότητες, η ένταση και η κλίμακα που έχει λάβει υποδηλώνουν την ύπαρξη και άλλων, βαθύτερων όρων που την καθορίζουν και που θα επηρεάσουν την όποια εξέλιξή της.

Αυτούς τους όρους επιδιώκει να προσεγγίσει το παρόν κείμενο.

  1. Πανδημία – Οικονομική κρίση, ανεργία

Το ταξικό πρωτίστως περιεχόμενο και αποτύπωμα της τρέχουσας και εξελισσόμενης πανδημίας είχε και έχει και άμεσο φυλετικό αντίκτυπο, αφού είναι κατά κανόνα οι χαμηλόμισθοι προλετάριοι -σε μεγάλο βαθμό Αφροαμερικανοί και μετανάστες- αυτοί που επλήγησαν από τον ιό και τις οικονομικές συνέπειες της εξάπλωσής του. Τα νούμερα είναι χαρακτηριστικά:

Μόλις 22 λευκοί νεκροί από τον Covid-19 ανά 100.000 λευκών. Αντίθετα, 24 Ασιάτες ανά 100.000, 25 Λατίνοι ανά 100.000 και 55 Αφροαμερικανοί ανά 100.000. Τα ποσοστά των Αφροαμερικανών είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτα, αν αναλογιστούμε ότι αποτελούν το 13% περίπου του πληθυσμού στις ΗΠΑ.

Στη σχέση της πανδημίας και των συνεπειών της με την ταξική, κοινωνική και φυλετική προέλευση του πληθυσμού που πλήττεται, υπεισέρχονται κάποιοι σημαντικοί παράγοντες:

Ο βαθμός επισφάλειας και απουσίας ασφάλισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για ένα μεγάλο μέρος των κατώτερων εργατικών στρωμάτων, λόγω του κόστους της ασφάλειας και του μικτού (δημόσιο – ιδιωτικό) και ανταποδοτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, το 21% των χαμηλόμισθων εργαζομένων είναι ενταγμένο στο δημόσιο ομοσπονδιακό σύστημα υγείας Medicaid, το 10% είναι εντελώς ανασφάλιστο ενώ περίπου οι μισοί εργαζόμενοι (49%) έχουν ασφάλιση μέσω του εργοδότη τους (κάποια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία επιλογής του εργοδότη). Το τελευταίο δεδομένο είναι πολύ σημαντικό, καθώς μέχρι σήμερα περίπου 40 εκατομμύρια εργαζόμενοι απολύθηκαν λόγω της πανδημίας και η πλειοψηφία αυτών (περίπου 27 εκατομμύρια) έχασαν και την ασφάλισή τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, ενδεχομένως το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να καταφέρει να επανενταχθεί σε κάποιο εναλλακτικό πρόγραμμα ασφάλισης αλλά ένα σημαντικό μέρος (περίπου 6 εκατομμύρια τουλάχιστον) θα μείνει παντελώς ανασφάλιστο, καθώς δεν πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια. Το νούμερο αυτό αναμένεται να αποβεί μεγαλύτερο, καθώς υπάρχουν χρονικές προθεσμίες αίτησης υπαγωγής σε νέο ασφαλιστικό πρόγραμμα, κάτι για το οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ενημερώνει ούτε προσανατολίζει τους εργαζόμενους.

Με δεδομένο ότι τα εκατομμύρια των απολύσεων έπληξαν κυρίως αυτά τα χαμηλά εργατικά στρώματα, στα οποία οι Αφροαμερικανοί και οι μετανάστες συμμετέχουν με μεγάλα ποσοστά, είναι σαφές ότι η ταξική εκμετάλλευση παίρνει, με φόντο και την πανδημία, «χρώμα» και χαρακτηριστικά (και) φυλετικού ρατσισμού.

Τα παραπάνω ταξικά και φυλετικά χαρακτηριστικά των συνεπειών της πανδημίας επιτείνονται και από το γεγονός του εξαναγκασμού για συνέχιση της εργασίας και της κυκλοφορίας των εργατικών μαζών και των εργαζομένων της μερικής απασχόλησης και της επισφάλειας σε μια σειρά τομείς, άρα και της έκθεσής τους στον ιό, σε αντίθεση με τα ανώτερα επαγγελματικά στρώματα και βαθμίδες (στελέχη, κάτοχοι διευθυντικών θέσεων, επιστημονικό δυναμικό) που είχαν την έμπρακτη αλλά και την οικονομική δυνατότητα να δουλεύουν από το σπίτι. Δηλαδή η καραντίνα προστάτεψε τους πλούσιους και λευκούς (κατά βάση) και χτύπησε τους φτωχούς και μαύρους-Λατίνους κ.λπ.

Συμπληρωματικά προς τα προηγούμενα, να υπενθυμίσουμε και την απόφαση της κυβέρνησης να εξαιρεθούν από το κρατικό οικονομικό πακέτο βοήθειας (1.200 δολάρια για κάθε ενήλικο και 500 δολάρια για κάθε παιδί) όσοι Αμερικανοί είναι ζευγάρι με μετανάστη/τρια που δεν διαθέτει ακόμη αριθμό κοινωνικής ασφάλισης –αλλά ωστόσο πληρώνει κανονικά τους φόρους του στο κράτος–, ένα μέτρο που αφήνει εκτός επιδόματος 10 εκατομμύρια απολυμένους και χαμηλόμισθους εργάτες. Το μέτρο αυτό ενδεχομένως να μην πλήττει άμεσα τον αφροαμερικανικό πληθυσμό (που δεν είναι μετανάστες), ωστόσο αποκαλύπτει τις προθέσεις της άρχουσας τάξης να εργαλειοποιήσει την πανδημία και τη διαχείρισή της με σκοπό να διευρύνει την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ανώτερων στρωμάτων αλλά ταυτόχρονα να ενισχύσει και τον θεσμικό, δομικό ρατσισμό του κράτους διευρύνοντας τις φυλετικές και κοινωνικές ανισότητες.

  1. Πολιτικά χαρακτηριστικά του σημερινού κινήματος και του Black Lives Matter. Αντιφάσεις και προοπτικές.

Από την πλευρά του, το κίνημα των Αφροαμερικανών ενάντια στο θεσμικό και εξωθεσμικό «λαϊκό» ρατσισμό, για την κατάκτηση πολιτικών δικαιωμάτων και κατοχύρωση της ισότητάς τους στο πλαίσιο της αμερικανικής κοινωνίας έχει μακρά ιστορία, την οποία δεν σκοπεύουμε να περιγράψουμε ή να περιοδολογήσουμε εδώ.

mineapoli-policeΑνεξαρτήτως επιμέρους πλευρών στα πολιτικά προγράμματα και τις πλατφόρμες των οργανώσεων και των κομμάτων που συγκροτήθηκαν, αναπτύχθηκαν και διαλύθηκαν ή που υπάρχουν και δρουν ακόμη, δύο είναι τα κοινά στοιχεία – έννοιες που συναντάμε λίγο πολύ σε όλα: Πρώτον το στοιχείο – έννοια της «απελευθέρωσης» (liberation) των μαύρων στις ΗΠΑ και δεύτερον το στοιχείο – έννοια της «κοινότητας» (community). Το πρώτο οριοθετεί την πεποίθηση ότι το θεμελιώδες πρόβλημα που απαιτεί λύση είναι πως οι Αφροαμερικανοί, ακόμη και σήμερα, είναι ουσιαστικά υποδουλωμένοι υπό την κυριαρχία των λευκών. Το δεύτερο υποδηλώνει το μέσον με το οποίο θα επιλυθεί το θεμελιώδες πρόβλημα.

Από ‘κει και πέρα, οι διαφοροποιήσεις σε βαθμό ριζοσπαστισμού, πολιτικοποίησης και πρακτικών κάθε οργάνωσης είχαν και έχουν να κάνουν με την ιστορική περίοδο που έδρασε η καθεμία και το αντίστοιχο επίπεδο της ταξικής πάλης. Για παράδειγμα, οι Μαύροι Πάνθηρες (BPP) που έδρασαν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 είχαν στο πρόγραμμά τους –όπως αποτυπώθηκε στα περίφημα Δέκα Σημεία– σαφείς ταξικές και αντικαπιταλιστικές αναφορές και ήταν αρκετά πιο ριζοσπαστικό στα επιμέρους αιτήματα, όπως επίσης και στις μεθόδους και τη δράση τους. Αυτό ήταν απόρροια τόσο της πολύ πιο καθολικής και έντονης καταπίεσης των Αφροαμερικανών εκείνη την περίοδο, που ζούσαν ακόμη υπό την επιρροή των νόμων του Jim Crow, όσο και της έντονης πολιτικοποίησης και της έντασης της ταξικής πάλης και του αντιιμπεριαλιστικού, εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος εκείνης της περιόδου. Αντίστοιχα, η “Black Lives Matter” έχει ένα πολύ πιο κεντρίστικο πρόγραμμα, όπου όχι μόνο δεν γίνεται αναφορά σε ταξικές διαφορές αλλά θεωρεί τον αγώνα των μαύρων για απελευθέρωση, μέσω της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξης της κοινότητάς τους, σαν μια διαδικασία όπου μπορούν, π.χ., από κοινού να συμμετέχουν όλοι οι Αφροαμερικανοί ανεξαρτήτως οικονομικής στάθμης.

Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις –αλλά και σε όλες τις άλλες οργανώσεις– η ιδέα της «κοινότητας» και της απελευθέρωσης των μαύρων, όταν αυτή η κοινότητα εξυψωθεί σαν  ίσος προς ίσο με την κοινωνία των λευκών, είναι το κοινό στοιχείο που διατρέχει τα προγράμματα όλων τους. Φυσικά εδώ προκύπτουν και οι αντιφάσεις αυτής της ιδεολογίας, καθώς δεν προσδιορίζεται ο στόχος της «απελευθέρωσης» ενώ η εξίσωση της μαύρης κοινότητας επιδιώκεται εντός του ομοσπονδιακού καπιταλιστικού κράτους των ΗΠΑ.

Την αντίφαση αυτή επιχειρούν να απαντήσουν άλλες οργανώσεις (π.χ., Republic of New Afrika – RNA) επεκτείνοντας τη γραμμή της υπεράσπισης και ανάδειξης της κοινότητας μέχρι τα ακρότατα όριά τους, μιλώντας πλέον ανοιχτά όχι απλώς για την αυτονομία ή την αυτάρκεια αλλά για την «ανεξαρτησία» της κοινότητας και τη δημιουργία μέχρι και ανεξάρτητου κράτους, π.χ., με την απόσχιση πέντε πολιτειών του Νότου, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του αφροαμερικανικού πληθυσμού. Οι οργανώσεις αυτές πολύ μειοψηφικές σήμερα έλκουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με την οργάνωση “Έθνος του Ισλάμ” και την ιδεολογική γραμμή του Malcolm X και, όπως είναι φυσικό ειδικά στις σημερινές συνθήκες, αντιμετωπίζουν με τη σειρά τους άλλες σοβαρές πολιτικές αντιφάσεις και όρια στην ανάπτυξή τους, όπως, π.χ., το αντικειμενικό γεγονός ότι οι Αφροαμερικανοί, 400 χρόνια μετά τη βίαιη μεταφορά τους στην Αμερική από τους λευκούς αποίκους, δεν αναπτύσσουν πλέον ιδιαίτερη δική τους εθνική συνείδηση παρά ζουν, υπάρχουν και αναπαράγονται στα εθνικά, ιστορικά πλαίσια του αμερικανικού έθνους.

Σχετικά με αυτό το ζήτημα πρέπει να πούμε ότι ο πολιτικός πυρήνας των απόψεων και της πλατφόρμας των οργανώσεων αυτών και για να επικεντρωθούμε στο σήμερα του “Black Lives Matter” αλλά και του πνεύματος της τωρινής εξέγερσης, από τη μια πλευρά έχει μια αντικειμενικά σωστή αφετηρία, καθώς η ιστορική και φυλετική έννοια της «μαύρης κοινότητας» είναι αντικειμενικά διαμορφωμένη και υπαρκτή στη βάση της ανισότητας, της καταπίεσης και του φυλετικού ρατσισμού που της ασκήθηκε και ασκείται πάνω της εδώ και αιώνες από τη λευκή πλειοψηφία. Ωστόσο η «κοινότητα» ως κοινωνική οντότητα στην ιστορική της εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι πλειοψηφικά τα μέλη της παρέμειναν στις κατώτερες οικονομικές, ταξικές βαθμίδες, υπέστη ορισμένη διαφοροποίηση στην ταξική της σύνθεση και διάρθρωση. Ένα ποσοστό Αφροαμερικανών, στη βάση και της τυπικής κατοχύρωσης των πολιτικών τους δικαιωμάτων από τη δεκαετία του ’60 και μετά, μετατράπηκε σε επιχειρηματίες ενώ ένα άλλο ποσοστό μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία στελέχωσε την οικονομία και το κράτος. Με βάση αυτή τη διαφοροποίηση προκύπτει και αντίστοιχη διαφοροποίηση στο περιεχόμενο και στα χαρακτηριστικά της έννοιας της «κοινότητας» όταν την επικαλούνται τα μέλη της. Παλαιότερα, δηλαδή, υπήρχε μεγαλύτερη και σχεδόν απόλυτη ομοιογένεια στην ταξική, οικονομική και πολιτισμική θέση των μελών της «κοινότητας» και, επομένως, η νοηματοδότηση του όρου ήταν σχεδόν απόλυτη και μπορούσε να ενιαιοποιήσει τα μέλη της, ειδικά δε όταν αποκτούσε και πολιτικό περιεχόμενο στη χάραξη γραμμής πάλης ως σημείο αναφοράς του κινήματος. Αντίθετα, σήμερα πλέον η αναφορά σε αυτόν τον όρο παίρνει διαφορετικό περιεχόμενο όταν τον επικαλείται ο άνεργος, ο άστεγος ή ο προλετάριος Αφροαμερικανός που φυσικά εξακολουθεί να αποτελεί την πλειοψηφία εντός της κοινότητας και διαφορετικό περιεχόμενο όταν την επικαλείται ο Αφροαμερικανός επιχειρηματίας ή το διευθυντικό στέλεχος.

Κατά συνέπεια το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τα ιστορικά χαρακτηριστικά της «μαύρης κοινότητας» που, όπως προαναφέρθηκε, διαμορφώθηκε ιστορικά εντός των εθνικών, κρατικών πλαισίων του αμερικανικού έθνους, γεννά δύο σοβαρές αντιφάσεις στη σημερινή ιστορική συγκυρία, όταν η έννοια της «μαύρης κοινότητας» αποκτά πολιτικό περιεχόμενο και επιχειρείται να αναδειχθεί σε κοινωνικό υποκείμενο της πάλης για την «απελευθέρωσή» της, σε αντιπαραβολή και υποκαθιστώντας την έννοια της «τάξης»: Από τη μια υπάρχει αδυναμία εκ μέρους των δυνάμεων, οργανώσεων κ.λπ. που εκφράζουν πολιτικά και ιδεολογικά αυτό το υποκείμενο (κοινότητα) να οριοθετήσουν μια στρατηγική επίλυσης της κύριας αντίθεσης-προβλήματος που θέτουν, με μια ορατή και λίγο πολύ αναγνωρίσιμη ανοδική πορεία κλιμάκωσης προς μια αποφασιστική σύγκρουση (το αναφέραμε λίγο πριν ως αδυναμία προσδιορισμού του στόχου της «απελευθέρωσης»).

Η δεύτερη αντίφαση των οργανώσεων τύπου “Black Lives Matter”, που δρουν μέσα στο αφροαμερικανικό κίνημα, και της οποίας η απάντηση είναι καθοριστικής σημασίας για την προοπτική του κινήματος αυτού, είναι ότι μη θέτοντας ταξικές, οικονομικές παραμέτρους, παρά μόνο ίσως ως δευτερεύουσες πλευρές της κίνησής τους, το κίνημα αυτό με υποκείμενο την «κοινότητα» υπόκειται εύκολα, στη βάση και της πίεσης από το εχθρικό στρατόπεδο, σε πολιτική και ιδεολογική χειραγώγηση από μια λιγότερο ή περισσότερο προωθημένη πλατφόρμα αιτημάτων δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και κατοχύρωσης δικαιωμάτων, που είναι αφενός θεμιτά και ενισχυτικά της συνολικότερης πάλης της «κοινότητας» αλλά δεν μπορούν καθεαυτά να αποτελέσουν τον «τελικό στρατηγικό στόχο», επειδή είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορούν να ανατρέψουν το δομικό, θεσμικό ρατσισμό του συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ρητορική και η πλατφόρμα αυτή εύκολα υιοθετούνται από ανώτατα στελέχη του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου,  ιδιαίτερα όταν αυτά τα τελευταία τυγχάνει να είναι επίσης Αφροαμερικανοί (π.χ., Ομπάμα, Κοντολίζα Ράις κ.λπ.).

Η πλατφόρμα αυτή επί της ουσίας αποτελεί την ιδεολογική γραμμή των προνομιούχων, πλούσιων, ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων της «κοινότητας» προς διασφάλιση όρων ισότιμης, δημοκρατικής και «ομαλής» ανάπτυξης της δικής τους επιχειρηματικής δραστηριότητας και, άρα, προώθησης των δικών της ταξικών συμφερόντων.

Στο σημείο αυτό, προς αποφυγή παρανοήσεων, να διευκρινίσουμε δύο πράγματα: Πρώτον, η εκτίμηση αυτή της πολιτικής επιρροής των ευκατάστατων, πλούσιων στρωμάτων της «κοινότητας» δεν σημαίνει ότι αυτά τα στρώματα καθοδηγούν και στηρίζουν οργανωτικά την εξέγερση. Εννοούμε απλώς ότι η δική τους ταξική ιδεολογία, όπως θα δείξουμε, κυριαρχεί στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των εξεγερμένων που προέρχονται όμως κατά βάση από τα κατώτερα στρώματα της κοινότητας. Δεύτερον, είναι προφανές ότι δεν απαξιώνουμε τη διεκδίκηση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της ισοτιμίας των Αφροαμερικανών και της υπεράσπισης της ζωής τους, αφού βελτιώνει τους όρους ζωής και ύπαρξης των πληβειακών, εργατικών αφροαμερικανικών μαζών.

Θεωρούμε, ωστόσο, ότι υπάρχει θεμελιώδης διαφορά στη θεώρηση αυτών των αιτημάτων σε σχέση με το στόχο της «απελευθέρωσης» της «κοινότητας», μεταξύ των μαζών και της ελίτ της αφροαμερικανικής «κοινότητας», αφού για τις μάζες αντικειμενικά πρόκειται απλώς για ενδιάμεσες κατακτήσεις στον αγώνα τους για «απελευθέρωση» ενώ για την αφροαμερικανική ελίτ πρόκειται για στρατηγικού τύπου αιτήματα που ολοκληρώνουν και κατοχυρώνουν τη δική της ταξική «απελευθέρωση» εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την οποία θεωρεί εν πολλοίς ότι έχει ήδη κατακτήσει. Επί της ουσίας, η προβολή αυτής της πλατφόρμας από την αφροαμερικανική ελίτ εκφράζει την πάγια επιδίωξή της για ένταξη στο «κλαμπ» της εθνικής αστικής τάξης που κυριαρχείται από τους λευκούς, δηλ., την εξασφάλιση όρων αριθμητικής και οικονομικής μεγέθυνσής της στο πλαίσιο της αμερικανικής αστικής τάξης, καθώς ο αριθμός των Αφροαμερικανών πλουσίων και επιχειρηματιών είναι πολύ μικρός σε σχέση με τους λευκούς – κι αυτό καταδεικνύει και από την αντίστροφη πλευρά πόσο διευρυμένες είναι οι φυλετικές ανισότητες στις ΗΠΑ. Ωστόσο, είναι υπαρκτός και ενσωματωμένος πλήρως στην καπιταλιστική λειτουργία του συστήματος και διαμορφώνει τη δική του πολιτικοκοινωνική ατζέντα – πρόταση προς την «κοινότητα» (πάντα των Αφροαμερικανών) για «ανάπτυξη» και «ευημερία». Είναι σαφές, λοιπόν, πόσο υλικά και ταξικά διχασμένη είναι επί της ουσίας η έννοια της «κοινότητας». Πολύ χαρακτηριστική χωρίς να είναι η μόνη είναι η περίπτωση, π.χ., του «Μαύρου Επιμελητηρίου του Ώστιν» (Greater Austin Black Chamber), ενός επιχειρηματικού επιμελητηρίου όπου συμμετέχουν Αφροαμερικανοί επιχειρηματίες που προάγουν την ιδέα της οικονομικής και επιχειρηματικής ευημερίας και ανάπτυξης της «κοινότητας», δηλαδή επί της ουσίας της δικής τους ταξικής ευημερίας (δεν είναι τυχαίο ότι ιδρύθηκε το 1982, σε μια εποχή όπου τα ριζοσπαστικά κινήματα και οργανώσεις των Αφροαμερικανών (BPP, Black Liberation Army κ.λπ.) είχαν τσακιστεί από την κυβέρνηση και ο φιλελευθερισμός άρχιζε να καλπάζει.

Αντίστοιχες επιχειρηματικές ενώσεις που λειτουργούν προς ώφελος της επιχειρηματικής τάξης υπάρχουν και στις άλλες φυλετικές – εθνικές μειονότητες, κάτι που καταδεικνύει την ταξική διαστρωμάτωση και των υπόλοιπων φυλετικών μειονοτήτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε την «Ασιατική Ένωση Οικονομικής Ανάπτυξης» (Asian Economic Development Association – AEDA) που προωθεί την επιχειρηματικότητα των Ασιατών-Αμερικανών στην περιοχή της Μινεάπολις και του Σαιντ Πωλ.

Σε παρόμοια κατεύθυνση κινείται και το αίτημα για «αποχρηματοδότηση» της αστυνομίας (Defund the police), το οποίο προβάλλεται (εκτός από το “Black Lives Matter”) και από πολλές άλλες πλευρές, κινηματικές και καθεστωτικές (π.χ., από στελέχη της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης Ντε Μπλάζιο κ.λπ.). Ο στόχος αυτός συνοδεύεται άμεσα με το αίτημα της αναδιανομής της κρατικής χρηματοδότησης, η οποία αντί για την αστυνομία να διοχετεύεται–επενδύεται στις «μαύρες κοινότητες», ώστε να έχουν και οι Αφροαμερικανοί ίσες ευκαιρίες για ανάπτυξη και ευημερία. Προφανώς όταν κανείς μιλάει για αγώνα για ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης σε υποδομές και κοινωνικές λειτουργίες μιας κοινότητας όπως η εκπαίδευση, η υγεία, οι μεταφορές, ο πολιτισμός κ.λπ., είναι κάτι που δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς. Ωστόσο η αταξική προσέγγιση αυτού του αιτήματος (και εδώ ως υποκείμενο προβάλλεται συνολικά η «κοινότητα») προκαλεί το λιγότερο– ασάφεια για τους παραλήπτες, διαχειριστές και γενικά τη διανομή αυτής της αναζητούμενης χρηματοδότησης.

Απόρροια της υπεράσπισης, αυτοοργάνωσης και ανάπτυξης συνολικά της «κοινότητας» μέσα από μια αταξική θεώρησή της αποτελεί και η στάση μεγάλου κομματιού των εξεγερμένων για προστασία της υλικής υπόστασης και του αποθέματος της «κοινότητας» από τις λεηλασίες και τις καταστροφές, αφού αυτές θεωρείται ότι στρέφονται ενάντια στην κοινότητα, τις υποδομές της, τους όρους καθημερινής επιβίωσής της. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα αν αυτός είναι ο κύριος λόγος που εναντιώνονται όσοι από τους εξεγερμένους το κάνουν, ή εναντιώνονται για λόγους πολιτικής περιφρούρησης του κινήματος απέναντι σε οργανωμένες προβοκάτσιες (γνωστή και παλιά ιστορία) από κρατικούς πράκτορες ή οργανωμένους ακροδεξιούς σουπρεματιστές (υπάρχουν πλέον πολλές καταγγελίες γι’ αυτές), που υπονομεύουν τη μαζικοποίηση της εξέγερσης. Το βέβαιο είναι ότι τα φαινόμενα λεηλασίας δεν είναι όλα και παντού τα ίδια ούτε έχουν παντού τους ίδιους στόχους ή αυτουργούς. Κι αυτός είναι και ο λόγος που και στο ζήτημα αυτό (της λεηλασίας) υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις από τους ίδιους τους εξεγερμένους και ειδικά από το πιο πληβειακό και προλεταριακό στρώμα, από αυτό δηλαδή που δεν του έχει απομείνει τίποτα για να χάσει σε αυτή τη σύγκρουση, το οποίο διογκώθηκε δραματικά τους τελευταίους μήνες με την κρίση της πανδημίας όπου θυμίζουμε προέκυψαν 40 εκατομμύρια νέοι άνεργοι.

  1. Οι όροι και οι παρακαταθήκες που άφησε το πρόσφατο εργατικό κίνημα του «Fight for 15$» (κυρίως 2013 – 2016)

Εκτός από τις απελπιστικές συνθήκες για την εργατική τάξη που διαμόρφωσε η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την πανδημία και τη διαχείρισή της από την άρχουσα τάξη, η τωρινή εξέγερση έχει και ένα άλλο υπόβαθρο, ριζοσπαστικό και κινηματικό αυτή τη φορά. Και αναφερόμαστε στο εργατικό κίνημα του «Fight for $15 per day» που εκδηλώθηκε σε πανεθνική κλίμακα την περίοδο 2013-2016. Επρόκειτο για έναν αγώνα διαρκείας με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά, που συνδύαζε ένα σύνολο κομβικών για την εργατική τάξη στοιχείων.

Οι δυο βασικοί του στόχοι ήταν η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια από τα 7,25 που ήταν μέχρι τότε (σημειωτέον ότι αυτό το ποσό είχε οριστεί μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2009, από τον Αφροαμερικανό πρόεδρο Ομπάμα) και η κατοχύρωση του δικαιώματος των εργαζομένων στην οργάνωση και το συνδικαλισμό χωρίς να απειλούνται από εκδικητικές απολύσεις. Πρόκειται για στόχους πάλης που θίγουν την ουσία της καπιταλιστικής λειτουργίας, δηλαδή αφενός την τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης και αφετέρου τη διεκδίκηση όρων (οργάνωση της τάξης) για την εναντίωση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Επιπλέον, το κίνημα εκείνο ξεκίνησε και συσπείρωσε κατηγορίες και τμήματα της εργατικής τάξης από τα πιο φτωχά και υπό σκληρή εκμετάλλευση στρώματα (με πυρήνα τους εργαζόμενους στην εστίαση αγκάλιασε εργαζόμενους στα γηροκομεία και στους παιδικούς σταθμούς, στα αεροδρόμια και σε αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων). Η συνάντηση του απεργιακού αυτού κινήματος, εκείνη την περίοδο, με το αντιρατσιστικό κίνημα των Αφροαμερικανών (οι δολοφονίες από την αστυνομία του Eric Garner και του Mike Brown το καλοκαίρι του 2014 συνέβησαν εν μέσω του κινήματος αυτού) και η ενεργός συμμετοχή του κινήματος του «Black Lives Matter» σε απεργιακές διαδηλώσεις εκείνης της περιόδου άφησαν σημαντικές παρακαταθήκες για την όσμωση των δύο πολιτικών πλευρών του κινήματος (εργατικό – αντιρατσιστικό). Με αυτή την έννοια, το ακόμη πιο σπουδαίο ήταν η κοινή πάλη λευκών και Αφροαμερικανών εργατών, όπου αναδείχθηκε ο πιο βαθύς και ουσιαστικός δρόμος της πάλης ενάντια στο ρατσισμό: Η συνένωση στο κοινό ταξικό μέτωπο αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο.

Ακόμη, το κίνημα εκείνο είχε παναμερικανική, πανεθνική εμβέλεια παλεύοντας στην πράξη το στοίχημα της ενότητας της εργατικής τάξης σε ομοσπονδιακό επίπεδο και πηγαίνοντας κόντρα στις διοικητικές, νομοθετικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις από πολιτεία σε πολιτεία, που συμβάλλουν στον κατακερματισμό της τάξης.

Χωρίς να έχουμε σαφή δεδομένα ως προς την υλοποίηση του δεύτερου στόχου του κινήματος (την ελευθερία στο συνδικαλισμό και την ίδρυση συνδικάτων), τα άμεσα, υλικά αποτελέσματα του αγώνα εκείνου ως προς το πρώτο αίτημα (την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15$) εμφάνιζαν διαφοροποιήσεις. Υπήρξαν λίγες πολιτείες όπου η διεκδικούμενη αύξηση επιτεύχθηκε άμεσα, ενώ σε πολλές άλλες οι αντίστοιχες αρχές καθόρισαν μια σταδιακή αύξηση στα 15$ σε μια περίοδο που μπορεί να κυμαίνεται από 7 ως 10 έτη.

Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω χαρακτηριστικά του κινήματος που περιγράφηκαν αδρά, οι αυξήσεις που επιτεύχθηκαν αλλά και η κοινή πάλη λευκών, Λατίνων και Αφροαμερικανών εργατών άφησαν σημαντικές παρακαταθήκες που τις βλέπουμε και στη σημερινή εξέγερση: Οι εξεγερμένες μάζες αποτελούνται όχι μόνο από μαύρους αλλά και από λευκούς και από άλλες μειονότητες και, με βάση τη σαρωτική επίθεση του συστήματος με τα εκατομμύρια απολύσεων ελέω πανδημίας, υπάρχουν σοβαρές προϋποθέσεις αυτή η εξέγερση να συνδέσει τον αγώνα ενάντια στη φυλετική καταπίεση με τις ταξικές διεκδικήσεις όλης της τάξης.

Οι αντικειμενικοί, υλικοί όροι υπάρχουν αναμφίβολα. Μένει να δούμε αν θα ισχυροποιηθεί και θα ηγεμονεύσει μια τέτοια πολιτική γραμμή και στρατηγική και με οργανωμένο, συνειδητό τρόπο μέσα στις μάζες.

  1. Η στάση του καθεστώτος

16b-BM4jxrzKΑπό την πλευρά του και μέχρι στιγμής, το επίσημο καθεστώς και ο κρατικός μηχανισμός απάντησαν στην κλιμάκωση της εξέγερσης με άμεση και απόλυτη βία και καταστολή, αναδεικνύοντας για μια ακόμη φορά τους μηχανισμούς και το θεσμικό πλαίσιο ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, δηλ., τις λαϊκές μάζες, στο οποίο στηρίζεται το αστικό εποικοδόμημα στις ΗΠΑ.

Από τη μια πλευρά η Εθνοφρουρά, που ενεργοποιείται σε επίπεδο πολιτειών και κλήθηκε σε δράση σε 24 πολιτείες (μέχρι τώρα) συμπεριλαμβανομένης της Περιφέρειας της Πρωτεύουσας (Washington DC), κινητοποιώντας ένα σύνολο 17.000 ενόπλων. Πρόκειται για τη θεσμοποιημένη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, όπου ένα κομμάτι του πληθυσμού εκπαιδεύεται τακτικά, σε μόνιμη βάση και με μισθοφορικούς όρους (πληρώνεται) για να παίρνει τα όπλα ενάντια στους συμπατριώτες τους, σε περίπτωση «έκτακτων» εσωτερικών καταστάσεων σαν την τωρινή. Τα μέλη της Εθνοφρουράς είναι, κατά τα άλλα, απλοί καθημερινοί πολίτες που ζουν και εργάζονται στις ίδιες γειτονιές και χώρους δουλειάς με αυτούς τους οποίους καλούνται να συλλάβουν ή να πυροβολήσουν, όταν κληθούν γι’ αυτό. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό που κάνει ευάλωτη την Εθνοφρουρά σε σχέση με τη συνοχή και την αποτελεσματικότητά της σε περιπτώσεις εσωτερικών συγκρούσεων μεγάλης έκτασης και κλίμακας.

Από την άλλη, και λόγω της παραπάνω ιδιαιτερότητας της Εθνοφρουράς, το θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει την ενεργοποίηση ενάντια στην εξέγερση και του ομοσπονδιακού στρατού βάσει της «Αντιεξεγερσιακής Πράξης» (Insurrection Act) του 1807, κάτι που έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν με διάφορες αφορμές και πάντα με στόχο την αποκατάσταση της «κοινωνικής συνοχής» και της ομοσπονδιακής ακεραιότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η καταστολή εξεγέρσεων των μαύρων σκλάβων το 1831, ο έλεγχος και η περιστολή της ανεξέλεγκτης δράσης της Κου Κλουξ Κλαν το 1871 (λίγα χρόνια μετά την ήττα των Νοτίων στον εμφύλιο) και για τη σταθεροποίηση της κεντρικής ομοσπονδιακής εξουσίας.

Μέχρι την ώρα που γραφόταν αυτό το κείμενο, η πολιτική ηγεσία του στρατού (Υπουργείο Άμυνας) προέβαλλε αντιρρήσεις στην πρόθεση του Προέδρου για κινητοποίηση του στρατού ενάντια στην εξέγερση, φυσικά για τους δικούς της πολιτικούς λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, η εν εξελίξει κινητοποίηση της Εθνοφρουράς από μόνη της αποτελεί, ούτως ή άλλως, κήρυξη ενός μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου από την πλευρά της άρχουσας τάξης προς το λαϊκό κίνημα.

Από την άλλη, και παράλληλα με το επίσημο κράτος, το σύστημα επιστρατεύει και τις «εφεδρείες» του, οι οποίες βέβαια ποτέ δεν εξαλείφθηκαν αλλά με την άνοδο Τραμπ στην εξουσία ενισχύθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν. Και μιλάμε για την άνοδο και ενίσχυση του «λαϊκού» φασισμού – ρατσισμού (λευκοί σουπρεματιστές). Αυτή η τάση υπήρχε πάντα σαν  ένας ρατσισμός φαινομενικά «περιθωριακός», «παρακρατικός», κατάλοιπο του αμερικανικού εμφυλίου, ο οποίος παρουσιάζεται σαν «αντισυστημικός» καθώς εναντιώνεται στον έλεγχο της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Η αντίθεση αυτή, που στην ουσία της είναι ενδοθεσμική παρά τις ακραίες εκφράσεις που παίρνει κατά καιρούς (π.χ., η τρομοκρατική επίθεση McVeigh στην Οκλαχόμα το 1995), εντάθηκε στα πλαίσια της πανδημίας και εκφράστηκε στην αντιπαράθεση πολλών κυβερνητών πολιτειών με την Προεδρία (Τραμπ) για τη διαχείριση της κρίσης, των μέτρων lock down κ.λπ. Πέρα από τον ορίζοντα των επερχόμενων εκλογών, που σίγουρα έχουν αυτές οι αντιθέσεις, εκφράζουν και τη δομική και εν γένει αντιπαράθεση των διαφόρων  κέντρων εξουσίας εντός του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ (Προεδρία – Kονγκρέσο – Κυβέρνηση – Πολιτείες) για συνολικότερα ή επιμέρους ζητήματα, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν πολιτείες (Καλιφόρνια, Τέξας, Νέα Υόρκη) με ΑΕΠ ανάμεσα στα υψηλότερα του κόσμου (η πλουσιότερη πολιτεία των ΗΠΑ, η Καλιφόρνια, με ΑΕΠ άνω των 3 τρισ. δολαρίων θα ήταν το πέμπτο πλουσιότερο κράτος στον κόσμο, αν ήταν ανεξάρτητη, πάνω από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία).

Από την πλευρά της η Προεδρία (Τραμπ) επιχειρεί να ενσωματώσει και προσελκύσει αυτές τις ακροδεξιές τάσεις εντός της κοινωνίας, μέσω πολιτικών στελεχών και οικονομικών παραγόντων και καναλιών χρηματοδότησης, επιστρατεύοντας και τον ακροδεξιό λαϊκισμό, έκφραση του οποίου ήταν οι εκκλήσεις του Τραμπ για «απελευθέρωση» ορισμένων πολιτειών («διαβολική» σύμπτωση ότι μια εξ αυτών ήταν και η Μινεσότα) καθώς και η ρητορική του ενάντια στις κυβερνητικές εισηγήσεις για lock down. Με αυτόν τον τρόπο φιλοδοξεί να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο μεταξύ της βάσης (φασιστικές, δεξιές μάζες και μικροστικά και μεσαία στρώματα) με την κορυφή (επιχειρήσεις και μερίδες κεφαλαίου που δεν ήθελαν το lock down).

Η «επιστράτευση» λοιπόν αυτών των ακροδεξιών, σουπρεματιστικών δυνάμεων λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις κρατικές δυνάμεις καταστολής κατά του κινήματος. Και μπορεί σ’ αυτή τη φάση η δράση τους να είναι ατομική και μεμονωμένη, όπως, π.χ., οι δολοφονικές επιθέσεις με αυτοκίνητα και όπλα κατά διαδηλωτών (Σολτ Λέικ Σίτι, Μπρούκλιν, Ρίτσμοντ, Σιάτλ, Μινεάπολις, Ντιτρόιτ ή παλαιότερα η δολοφονία της Heather Heyer στη Charlottesville κ.α.), παίζει όμως το ρόλο της στην τρομοκρατία κατά των Αφροαμερικανών και των εξεγερμένων συνολικά και δεν είναι απίθανο να χρησιμοποιηθούν και με πιο «σχεδιασμένο» τρόπο.

  1. Συμπερασματικές διαπιστώσεις

Το αίτημα για δίωξη και τιμωρία των δολοφόνων αστυνομικών του Φλόιντ είναι φυσικά απόλυτα δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για τους δολοφόνους αστυνομικούς σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις δολοφονιών Αφροαμερικανών, είτε αυτές που έγιναν πρόσφατα (Breonna Taylor, Ahmaud Abery κ.ά.) ή παλαιότερα -και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι αστυνομικοί απαλλάχθηκαν ή έπεσαν «στα μαλακά»- είτε αυτές που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Είναι απόλυτα θεμιτό κάθε Αφροαμερικανός ή μετανάστης ή άστεγος ή φτωχός να μπορεί να κυκλοφορήσει στο δρόμο χωρίς να φοβάται μήπως «τα όργανα της τάξης» τον πυροβολήσουν ή τον λιντσάρουν βάσει του χρώματος και της εμφάνισής του.

Παρ’ όλα αυτά, η εξέλιξη της εξέγερσης με άξονα και υποκείμενο την «κοινότητα» των Αφροαμερικανών αδυνατεί να χαράξει συγκεκριμένη στρατηγική επειδή εγκλωβίζεται στα αντικειμενικά ιστορικά όρια συγκρότησής της. Κατά συνέπεια, βρίσκεται αναγκασμένη να αναπαράγει μια συνεχή διαδικασία αγώνων, ξεσπασμάτων και υφέσεων εντός του οικονομικοκοινωνικού καπιταλιστικού πλαισίου, διεκδικώντας – πάντα θεμιτό και αναγκαίο – την κατοχύρωση θέσεων ισότητας και δικαιωμάτων, τα οποία όμως πάντα τελούν υπό αμφισβήτηση και καταστρατήγηση από το κεφάλαιο και τη λευκή πλειοψηφία. Για να μπορέσει να ξεπεράσει αυτά τα ιστορικά όρια, μέσα από την όξυνση της ταξικής πάλης,  πρέπει να συγκροτηθεί κυρίως ταξικά και σε όσμωση με το «λευκό τμήμα» της εργατικής τάξης. Ποιο είναι αυτό το τμήμα, τι ποσοστό του πληθυσμού αποτελεί, σε ποιες οικονομικές λειτουργίες βρίσκεται, πώς αυτό το ίδιο θα διαχωριστεί από τη λευκή εργατική αριστοκρατία κ.λπ., είναι ερωτήματα που πρέπει σε μια πορεία να απαντηθούν και από το ίδιο και μέσα από κοινούς εργατικούς αγώνες.

Σ’ αυτή τη βάση, λοιπόν, οι εργατικοί αγώνες της αμέσως προηγούμενης περιόδου που διεξήχθησαν από τα κατώτερα εργατικά στρώματα στις ΗΠΑ, στα οποία συναντάμε λευκούς, Λατίνους, Ασιάτες και Αφροαμερικανούς εργάτες, αποτελούν μια χρήσιμη εμπειρία προς μελέτη από το ίδιο το κίνημα στις ΗΠΑ αλλά και το αφροαμερικανικό προλεταριάτο, γιατί – και πάλι αντικειμενικά – επηρέασε και συνέβαλε με τον τρόπο του και στο ξέσπασμα της τωρινής εξέγερσης, στην οποία συμμετέχουν και μεγάλα κομμάτια λευκών, χαμηλόμισθων, ανέργων, προλετάριων ή απλώς δημοκρατών, που κινούνται ενάντια στην ακροδεξιά του Τραμπ και στο κράτος της καταστολής.

Η παρούσα εξέγερση επομένως, «ακουμπώντας» στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που ορίζεται από τις πτυχές που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε παραπάνω, αναδεικνύει και θέτει αντικειμενικά τη συνολική ταξική και βαθιά δομική φύση του φυλετικού ρατσισμού. Και αυτό είναι κάτι που ισχύει, είτε το παραδέχονται όλοι οι συμμετέχοντες στην εξέγερση είτε όχι, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι. Και το στοιχείο αυτό πρέπει να τεθεί – τίθεται σίγουρα από πολλές πλευρές έστω και μισοσυνειδητά– και να αναζητηθούν τρόποι για να μπορέσει προοπτικά να απαντηθεί. Με λίγα λόγια, και με βάση όσα προσπαθήσαμε να εκθέσουμε παραπάνω, η παρούσα σύγκρουση στις ΗΠΑ έχει ούτως ή άλλως ταξικό περιεχόμενο, αποτελεί έκφραση της ταξικής πάλης κι όχι απλώς ένα περιεχόμενο «δικαιωματιστικό» ή «αντικατασταλτικό» ή «δημοκρατικό».

Είναι σίγουρο ότι η εξέγερση οξύνει τις αντιφάσεις και τα προβλήματα στην απέναντι όχθη, τόσο αυτά της συνολικότερης στρατηγικής του αμερικανικού κεφαλαίου σε σχέση με τη διεθνή ιμπεριαλιστική του πολιτική όσο και εκείνα που σχετίζονται με την οικονομική κρίση, που έχει οξυνθεί τους τελευταίους μήνες με φόντο την πανδημία. Ωστόσο, σε συνδυασμό και με τα προβλήματα διαχείρισης που ανέδειξε η πανδημία, αναδεικνύονται όλο και πιο έντονα και οι αντιφάσεις και οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του πολιτικού κατεστημένου μεταξύ των διαφόρων κέντρων εξουσίας, από τις κατώτερες μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες του κρατικού οικοδομήματος.

Τα φαινόμενα αυτά προφανώς δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία». Αποτελούν «φυσική» συνέχεια των αντιθέσεων, όπως αυτές εκδηλώθηκαν με την απόπειρα καθαίρεσης του Τραμπ, το αμέσως προηγούμενο διάστημα, και την αντιπαράθεση μεταξύ Βουλής Αντιπροσώπων και Προεδρίας με αφορμή την πολεμική ένταση με το Ιράν και τη δολοφονία Σολεϊμανί. Αυτές οι αντιπαραθέσεις φυσικά και δεν αφορούν την ουσία της πολιτικής του κεφαλαίου απέναντι στις εργατικές και λαϊκές μάζες, απέναντι στους μετανάστες, τους Αφροαμερικανούς, τους γηγενείς Ινδιάνους, τις μειονότητες κ.λπ. Απέναντι σ’ αυτούς υπάρχει ακλόνητη συμφωνία και συμπόρευση όλων των μερίδων του κεφαλαίου με τη σταθερή συμμαχία της μεσαίας τάξης. Όπως μας το εξήγησε άλλωστε και ο εκλογικός αντίπαλος του Τραμπ στις επικείμενες εκλογές, ο Τζο Μπάιντεν, η μεγαλύτερη διαφωνία μεταξύ τους μπορεί να είναι μόνο το πού θα πρέπει να στοχεύουν οι αστυνομικοί, όταν πυροβολούν Αφροαμερικανούς, στο κεφάλι ή στα πόδια; Πρόκειται για αντιθέσεις που εκφράζουν τα διάφορα τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και τις διαφορετικές κατευθύνσεις που αυτά πιέζουν την πολιτική ηγεσία να ακολουθήσει. Σίγουρα θα οξύνονται όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές και όσο η νέα ηγετική ομάδα, με επικεφαλής τον Τραμπ, επιχειρεί, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, αναπροσαρμογή στόχων, ιεραρχήσεων και στρατηγικών για λογαριασμό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Το σίγουρο είναι ότι η εξέλιξη της εξέγερσης καθιστά την επόμενη περίοδο ιδιαίτερα έντονη και ρευστή και όλα δείχνουν ότι η αμερικανική υπερδύναμη και το καπιταλιστικό σύστημα συνολικότερα θα βρεθούν μπροστά σε σημαντικά διλήμματα και ερωτηματικά. Αλλά το ίδιο θα συμβεί (συμβαίνει σε σημαντικό βαθμό ήδη) και για την εργατική τάξη, τους λαούς και τους καταπιεσμένους – και εξεγερμένους – ανά τον κόσμο.

Ιούνης 2020

Πηγές:

https://www.cbc.ca/news/world/us-health-insurance-woes-1.5567896

https://www.apmresearchlab.org/covid/deaths-by-race

https://www.npr.org/sections/health-shots/2020/05/30/865413079/what-do-coronavirus-racial-disparities-look-like-state-by-state?t=1591533925373

https://www.kff.org/other/state-indicator/total-population/?currentTimeframe=0&sortModel=%7B%22colId%22:%22Location%22,%22sort%22:%22asc%22%7D

https://blacklivesmatter.com/what-we-believe/

https://blacklivesmatter.com/defundthepolice/

https://eu.usatoday.com/story/news/politics/2020/04/17/coronavirus-trump-calls-liberate-virginia-michigan-minnesota/5152120002/

https://www.washingtonpost.com/politics/inside-the-conservative-networks-backing-anti-quarantine-protests/2020/04/22/da75c81e-83fe-11ea-a3eb-e9fc93160703_story.html?utm_campaign=wp_post_most&utm_medium=email&utm_source=newsletter&wpisrc=nl_most

https://www.austinbcc.org/partner-organizations

http://aedamn.org/about/history-and-mission/

This entry was posted in πολιτική, κοινωνία. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε