Το κίνημα απέναντι στις νέες φασιστικές επιθέσεις

Σε συνέχεια της αναφοράς μας στα πρώτα γεγονότα της φασιστικής επίθεσης στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, και με βάση τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών με τη συνεχιζόμενη φασιστική επιθετικότητα, θεωρούμε χρήσιμο να καταθέσουμε κάποιες επιπλέον σκέψεις, ως συμβολή στη δημόσια συζήτηση πάνω στο φαινόμενο της νέας έξαρσης του φασισμού – νεοναζισμού.ImgSrc-2021-09-30T001532.854-600x400

Είναι σαφές ότι οι φασιστικές, ακροδεξιές, εθνικιστικές, ρατσιστικές ιδέες και δυνάμεις δεν έχουν εξαλειφθεί από την ελληνική κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα από τους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων, παρά την εξάρθρωση και δικαστική καταδίκη της Χρυσής Αυγής πριν ένα χρόνο. Η εμφάνιση φασιστικών και ακροδεξιών θυλάκων και ομάδων σε λαϊκές συνοικίες, όπως εμφανίστηκαν στα γεγονότα της δυτικής Θεσσαλονίκης, οργανωμένα, μεθοδικά και με απροσδόκητα μαζικά και επιθετικά χαρακτηριστικά, έχει προφανώς πίσω της μια ιστορία. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν αποτέλεσμα της ιδεολογικής δουλειάς που έχει γίνει από ομάδες του ακροδεξιού χώρου -των καταλοίπων της Χ.Α. συμπεριλαμβανομένων-  στους μαθητές από την εποχή των καταλήψεων και των συλλαλητηρίων για το μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών το 2019. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι την περίοδο εκείνη η δίκη της Χ.Α. ήταν ακόμη σε εξέλιξη και δεν είχε απαγγελθεί η καταδίκη της, πράγμα που έδινε τα περιθώρια στα στελέχη της ή σε στελέχη άλλων ακροδεξιών ομάδων να παρεμβαίνουν ακόμη σχετικά ανοιχτά σε κοινωνικούς χώρους και με ειδική στόχευση τη μαθητική νεολαία. Φυσικά, αν πάμε λίγο πιο πίσω χρονικά, υπήρχε και όλο το εύφορο έδαφος του αντιπροσφυγικού, ρατσιστικού μένους μεγάλου μέρους λαϊκών στρωμάτων, που στο χώρο των σχολείων και των μαθητών εκφράστηκε έντονα από συλλόγους γονέων και κηδεμόνων που εναντιώνονταν στην εγγραφή των προσφυγόπουλων στα σχολεία. Εύλογα, εκείνα τα φαινόμενα, στο βαθμό που δεν απαντήθηκαν ιδεολογικά και πολιτικά από τις αριστερές και ευρύτερα προοδευτικές δυνάμεις, καλλιέργησαν τα φύτρα του ρατσισμού, του εθνικισμού και του φασισμού και σε μερίδα του μαθητικού πληθυσμού.

Στη βάση όλων των παραπάνω λοιπόν στρατολογήθηκε συστηματικά, όπως φαίνεται, και συσσωρεύτηκε ένα δυναμικό νεολαίας – και όχι μόνο– με φασιστικά χαρακτηριστικά, το οποίο, παρά τη φαινομενική συγκράτησή του και την τακτική υποχώρησή του στην αφάνεια, μετά την καταδίκη της Χ.Α. και τη φυλάκιση του ηγετικού επιτελείου και της πλειοψηφίας των μεσαίων στελεχών της, εξακολουθούσε να υπάρχει και να συγκροτείται ιδεολογικά και οργανωτικά. Επιπρόσθετα, η συσσώρευση της αγανάκτησης ενός κόσμου από τις συνθήκες της πανδημίας και την πολιτική της κυβέρνησης, η αποστοίχιση και η ανεμπιστοσύνη μεγάλων λαϊκών τμημάτων προς το επίσημο κράτος και την ικανότητά του να αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία τέτοιου είδους υγειονομικές – οικονομικές κρίσεις, δεν αξιοποιήθηκε από την Αριστερά με συστηματικό και διεισδυτικό τρόπο σε ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο, παρά ορισμένες σημαντικές αλλά αυθόρμητες και περιστασιακές κινηματικές εξάρσεις (φοιτητικά, Κουφοντίνας, Ν.Σμύρνη, απεργία e-food).

Η αδυναμία αυτή άφηνε επί της ουσίας τις ακροδεξιές, φασιστικές ιδέες και συνακόλουθες συσσωματώσεις έμψυχου δυναμικού ανέπαφες και απρόσβλητες. Με τη σειρά του αυτό το δυναμικό συγχρωτιζόταν, παρενέβαινε και ένιωθε να κινείται σε ευνοϊκό έδαφος μέσα στο νέο κλίμα του αντιδραστικού ρεύματος του αντιεπιστημονισμού – αντιεμβολιασμού, όπου κυριάρχησαν οι ακροδεξιές, οπισθοδρομικές και σκοταδιστικές απόψεις, το οποίο έντεχνα αφέθηκε από το κράτος να αναπτύσσεται, αναζητώντας παράλληλα τρόπους δυναμικής έκφρασης και εκδήλωσης.

Ειναι χαρακτηριστικό των φασιστικών, νεοναζιστικών τάσεων και ομάδων να επιδιώκουν τη δράση και την επιθετική συμπεριφορά, γιατί μέσα από αυτήν αναπαράγονται και «επιβεβαιώνουν» τις θεωρητικές τους αρχές. Η ανάπτυξη αυτών των απόψεων και δυνάμεων δεν μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν σε συνθήκες «υπόγειας» δουλειάς και πρακτικής αδράνειας. Τρέφεται, αναπαράγεται και στρατολογεί μέλη, κυρίως μέσα από την επιθετική, τραμπούκικη συμπεριφορά και δράση.

Οι φοιτητικές παρεμβάσεις στα σχολεία ενάντια στο μέτρο της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, αποτέλεσαν ευκαιρία για να βρει «διέξοδο» και να δοκιμαστεί στην πράξη αυτό το δυναμικό φασιστικής νεολαίας.

Είναι αναμφίβολο ότι οι μηχανισμοί και οι υπηρεσίες τους κράτους γνώριζαν την ύπαρξη αυτών των δυνάμεων, τις περιοχές ανάπτυξής τους και τουλάχιστον τα ηγετικά τους στελέχη. Η προκλητική στάση της αστυνομίας που τους άφησε πεδίο δράσης επί πολλές μέρες και σε πολλά συνεχόμενα περιστατικά επιθέσεων, ενώ επιλεκτικά και βάσει σχεδίου προχώρησε, μετά το σάλο, σε προσαγωγές και συλλήψεις, χωρις φυσικά να τους παροπλίσει εντελώς, δείχνει ότι υπάρχει η τακτική της ελεγχόμενης κάλυψής τους.

Η ύπαρξη αυτών των κομματιών νεολαίας (και όχι μόνο), με φασιστικές, ακροδεξιές απόψεις και συμπεριφορές, είναι επιθυμητή για το σύστημα σε αυτή τη συγκυρία μόνο υπό τη μορφή όχλου, συμμοριών και ομάδων με χαμηλό επίπεδο οργάνωσης, χωρίς σοβαρή και συγκροτημένη μορφή οργανωμένης έκφρασης σε επίπεδο μαζικού κόμματος, όπως ήταν η Χ.Α. Τέτοια μορφή οργάνωσης, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, εκτιμούμε ότι είναι αμφίβολο να δούμε. Αντίθετα, μικρότερες οργανωμένες ομάδες με τοπικά, συνοικιακά χαρακτηριστικά, σε επίπεδο θυλάκων και πυρήνων σε σχολεία, γειτονιές, σχολές κ.λπ., και το πολύ με έναν περιορισμένο βαθμό συντονισμού μεταξύ τους, είναι μάλλον το μοντέλο που θα επιτρέψει εφεξής το επίσημο κράτος, για την προώθηση και αναπαραγωγή της φασιστικής μάζας που εδώ και χρόνια υπάρχει και ζει στους κόλπους του λαού. Σε αυτό το συμπέρασμα συντείνει αφενός η καταδίκη και η διάλυση της Χρυσής Αυγής ως μαζικού, κεντρικού πολιτικού φορέα του φασιστικού, ακροδεξιού ρεύματος και αφετέρου η σαφής προσπάθεια της ΝΔ να ενσωματώσει και ασκήσει η ίδια όσο το δυνατόν πιο συνολικά την ακροδεξιά πολιτική, με όρους αστικής διαχείρισης και κυβερνησιμότητας.

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που προέκυψε από τις επιθέσεις στη δυτική Θεσσαλονίκη ήταν η κάλυψη που είχαν αυτές οι ομάδες, όχι μόνο από την αστυνομία αλλά και από ορισμένους καθηγητές και διευθυντικό προσωπικό. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το στοιχείο της τρομοκρατίας προς τους καθηγητές, υπήρξαν ενδείξεις και από το δημοσιογραφικό υλικό αλλά και από διαρροές της αστυνομίας ότι καθηγητές και διευθυντικά στελέχη είτε των σχολείων είτε της Δ/νσης Β’ βάθμιας παρείχαν κάλυψη στους φασίστες, αδράνησαν σκοπίμως στο να παρεμποδίσουν την τρομοκρατική και δολοφονική δράση τους ή, ακόμη, τους φυγάδευσαν και τους δικαιολογούσαν αναπαράγοντας τις ιστορίες περί «φασαριών», «εκατέρωθεν προκλήσεων», «δύο άκρων» κ.λπ. Η ειδικότερη σημασία αυτής της παρατήρησης αφορά την ιδιαιτερότητα του χώρου της εκπαίδευσης και συγκεκριμένα των σχολείων, που αποτελούν από τη φυση τους ένα χώρο «συνάντησης» και αλληλεπίδρασης τριών κοινωνικών κατηγοριών (μαθητές, γονείς, εργαζόμενοι) και έχει πολλές φορές στο παρελθόν υπάρξει προσπάθεια από το σύστημα να ενεργοποιήσει είτε μεθόδους κοινωνικού αυτοματισμού (“αγανακτισμένοι γονείς”) είτε, χειρότερα, ακροδεξιούς, παρακρατικούς και φασιστικούς μηχανισμούς (Καλαμπόκας, Ανδρουτσόπουλος κλπ) για να καταστείλει εκπαιδευτικά κινήματα. Από γενικότερης άποψης επιβεβαιώνεται η άποψη ότι ο φασισμός και ο ρατσισμός, πέρα από την ακροδεξιά, αντιδραστική πολιτική του επίσημου κράτους και των φορέων του (καταστολή, καταπάτηση δικαιωμάτων, προσφυγικό, αστυνομική βία, κατάργηση ασύλου), εξακολουθούν να υπάρχουν και να διαχέονται στην κοινωνία και στους κόλπους του λαού (που είναι το πιο ανησυχητικό) και να παίρνουν ποικίλες εκφράσεις συμπεριφορών, στάσεων και αντιλήψεων ανάλογα το χώρο και τη συγκυρία που εκδηλώνονται (μερικά παραδείγματα αναφέρθηκαν προηγουμένως).

Κλείνοντας, αναφορικά με την αντιμετώπιση αυτών των επιθέσεων και των φαινομένων, και σε αντιδιαστολή με ελλειμματικές (το λιγότερο) πρακτικές και τακτικές που υιοθετούνται από την αριστερά στην παρούσα συγκυρία, κάνουμε τις ακόλουθες επισημάνσεις.

Είναι εκ των ων ουκ άνευ η διαπίστωση ότι όσο αναπτύσσονται αγώνες εργατικοί, δημοκρατικοί, αντιπολεμικοί, αντιρατσιστικοί κ.λπ., σε κινηματικό επίπεδο ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές του κεφαλαίου και του αστικού κράτους, τόσο υποχωρούν και ηττώνται οι ακροδεξιές και φασιστικές απόψεις.

Είναι επίσης αναγκαία η μαζική, λαϊκή, κινηματική καταγγελία των δυνάμεων του φασισμού και της ακροδεξιάς και της δράσης τους, η ανάπτυξη δηλαδή αντιφασιστικών κινητοποιήσεων και δράσεων, ως κομμάτι των προαναφερθέντων λαϊκών αγώνων.

Επιπλέον είναι επιτακτική η ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση σε κάθε κοινωνικό χώρο με τις απόψεις του ρατσισμού, του εθνικισμού, του φασισμού και της ακροδεξιάς είναι βασικό στοίχημα που πρέπει να κερδίζεται σε καθημερινή βάση από κάθε αριστερό και προοδευτικό άνθρωπο.

Εδώ ωστόσο θέλουμε να θίξουμε την αναγκαιότητα της μαχητικής και αποφασιστικής περιφρούρησης του κινήματος και των εκδηλώσεών του από κάθε τέτοια φασιστική επίθεση. Δεν αρκεί η «γενική κατακραυγή» (που κι αυτό συζητιέται πόσο γενική είναι), ώστε να υποχωρήσουν και να λουφάξουν οι φασίστες, όταν μάλιστα από την πρώτη στιγμή βλέπουμε να προωθείται ενορχηστρωμένα από τα συστημικά κόμματα και ΜΜΕ η προπαγάνδα των ίσων αποστάσεων, η θεωρία των δύο άκρων, το “ξέπλυμα” των φασιστών με εκτιμήσεις περί “εκατέρωθεν βίας και προκλήσεων” κλπ.

Δεν αρκεί η κατ’ εξακολούθηση έκθεση αγωνιστών σε επιδρομές αποφασισμένων φασιστών εν δυνάμει δολοφόνων, με παράλειψη λήψης μέτρων προστασίας και περιφρούρησής τους και η «ηρωική» θυσία τους για να ξεσηκωθεί ο κόσμος εναντίον τους. Είναι απαράδεκτο επί τέσσερις συνεχόμενες μέρες, οι φασιστικές ομάδες να επιτίθενται αφήνοντας πίσω τους τραυματίες και εκφοβισμένους ανθρώπους, και οι δυνάμεις της αριστεράς να μην οργανώνουν τις δικές τους δυνάμεις με σκοπό τη λαϊκή αυτοάμυνα απέναντι σε αυτά τα χτυπήματα, όταν αποδεδειγμένα η αστυνομία καλύπτει και υποβοηθάει την τρομοκρατική, δολοφονική δράση των φασιστών.

Είναι επίσης απαράδεκτο να καλεί το ΚΚΕ με τις ανακοινώσεις του την κυβέρνηση (ναι, αυτή την κυβέρνηση που είναι κατά γενική ομολογία ή πιο αυταρχική, αντιδημοκρατική και φασίζουσα κυβέρνηση της μεταπολίτευσης), να «προστατέψει την ελεύθερη πολιτική δράση και τη δράση του κινήματος από τις φασιστικές συμμορίες». Είναι, αν μη τι άλλο, αποπροσανατολιστική και ηττοπαθής μια τέτοια γραμμή και αρνείται τη βασική μαρξιστική θεώρηση ότι το φασισμό το γεννάει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και οι πολιτικές του.

Παρά το γεγονός λοιπόν, ότι οι αριστερές δυνάμεις και το λαϊκό κίνημα εμφανίζουν σοβαρές αδυναμίες και προβλήματα στο ζήτημα αυτό, της επαγρύπνησης και της αποτελεσματικής οργάνωσης και περιφρούρησης των αγώνων τους, όχι μόνο απέναντι στις επιθέσεις των φασιστών αλλά και στην κρατική καταστολή (ας αναλογιστούμε τη σχετική ευκολία με την οποία διαλύονται οι διαδηλώσεις από την αστυνομία όταν ληφθεί από το κράτος μια τέτοια απόφαση), θα πρέπει να μπουν σε διαδικασία απάντησης και αυτού του προβλήματος. Η μόνη πρακτική λύση που μπορεί να εφαρμόσει το κίνημα και η αριστερά σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι να οργανώσουν τη δική τους αυτοάμυνα και περιφρούρηση της δράσης τους. Με αποφασιστικότητα και μαχητικότητα, να απαντούν με τη δική τους λαϊκή αντιβία, με όσο το δυνατόν καλύτερους και μαζικότερους όρους, κάθε φορά που οι φασίστες θα τολμούν να τους απειλήσουν.
Γιατί και σε αυτό το πεδίο, έχουν την πολιτική σημασία τους τόσο οι όροι με τους οποίους δίνεται μια τέτοια μάχη, όσο και το αποτέλεσμά της.
Καμιά αυταπάτη λοιπόν για το ποιους έχουμε απέναντί μας.
Καμιά αυταπάτη για το ποιος μπορεί να «προστατέψει την ελεύθερη πολιτική δράση και τη δράση του κινήματος από τις φασιστικές συμμορίες».
Ακριβώς όπως μόνο ο λαός μπορεί με τους αγώνες του να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον, έτσι και μόνο ο λαός με τις δυνάμεις του μπορεί να περιφρουρήσει και να προστατέψει αυτούς τους αγώνες.

This entry was posted in πολιτική, κοινωνία. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε